- πολυκόμματος
- -η, -ο, Ναυτός που αποτελείται από πολλά κομμάτια («άρμπουρο πολυκόμματο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κομμάτι (πρβλ. μονο-κόμματος). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.